Κυριακή 15 Μαΐου 2022

 "4 mosche di velluto grigio", "Four flies on grey velvet" (Dario Argento) (1971)

     Tι να πρωτοπεί κανείς για την ταινία αυτή? Τρύπες και χοντρές αδυναμίες στο σενάριο, απίθανες λεπτομέρειες και κενά την κάνουν στα μάτια μου απλά μία διεκπεραιωτική προχειροδουλειά όλων των συντελεστών, από την οποία ελάχιστα αξιομνημόνευτα μπορεί να απομείνουν στο μυαλό ενός θεατή που προσπαθεί να κρατήσει την κριτική του ικανότητα ανέπαφη από αυτό το φρικαλέο ανοσιούργημα κατά της λογικής. 

     Από την πρώτη σκηνή βλέπουμε τον κεντρικό ήρωα, έναν νεαρό ντράμερ σε ροκ συγκρότημα - καλή η μουσική επένδυση στη σκηνή αυτή - να κάνει πρόβα με το γκρουπ, ενώ μία μύγα τον ενοχλεί - αναφορά στον τίτλο της ταινίας. Μετά από κάποια φλας μπακ, καταλαβαίνουμε ότι ένας μυστήριος τύπος τον παρακολουθεί εδώ και καιρό. Ο τύπος αυτός όπως θα δούμε αργότερα στην ταινία, ήθελε να γίνει αντιληπτός από τον ντράμερ Ρομπέρτο και είναι το δόλωμα, σε μία ύποπτη αποστολή που του ανέθεσε άγνωστος τρίτος έναντι αμοιβής για να εμπλέξει τον Ρομπέρτο. Βλέπουμε λοιπόν τον Ρομπέρτο να αποφασίζει να ακολουθήσει τον τύπο σε ένα συναυλιακό χώρο, όπου ο βαλτός τύπος μπαίνει ανενόχλητος, γνωρίζοντας κατά κάποιο τρόπο ότι ο χώρος θα είναι άδειος και επίσης ότι δε θα ξαναμπεί κανείς... Εκεί ο Ρομπέρτο αποφασίζει να πιάσει τον τύπο και να του ζητήσει εξηγήσεις, ενώ ο δεύτερος βγάζει στιλέτο και σε μία κίνηση για να τον αφοπλίσει, ο Ρομπέρτο σπρώχνει το στιλέτο στο σώμα του τύπου, ο οποίος πέφτει από ύψος με το κεφάλι.  Εκείνη τη στιγμή βλέπουμε να ανοίγει ένας προβολέας από ένα θεωρείο και μία παρουσία με μάσκα κούκλας να βγάζει φωτογραφίες από το έγκλημα. Ο Ρομπέρτο, ούτε ελέγχει αν ο τύπος σκοτώθηκε , αν και κάτι τέτοιο θα ήταν απολύτως λογικό αν όχι από την πληγή από το στιλέτο, σίγουρα από την πτώση με το κεφάλι από τέτοιο ύψος, ούτε περιμένει να πιάσει τον φωτογράφο, υποθέτουμε πάνω στον πανικό του. Το “φονικό” εντός εισαγωγικών όπλο ούτε τον ενδιαφέρει να το ξεφορτωθεί, υποθέτουμε πάλι πάνω στον πανικό του. Θα δούμε στη συνέχεια που θα βρεθεί το όπλο αυτό...

     Αμέσως μετά, ξεκινά και η ολιγόλεπτη περατζάδα διάφορων χαρακτήρων, που φανερό είναι πως σκοπό έχουν να παρασύρουν το θεατή σε αναζήτηση του δράστη μεταξύ πολλών υποψήφιων και να τον μπερδέψουν, μετατρέποντας την ταινία σε “whodunnit”, χωρίς ωστόσο σε καμία περίπτωση να το καταφέρνουν, αφού κανείς τους δεν πείθει ότι θα μπορούσε να έχει σχέση με το Ρομπέρτο.        

     Ο Ρομπέρτο την επόμενη μέρα διαβάζει στην εφημερίδα ότι βρέθηκε ένα πτώμα άγνωστου στο ποτάμι και υποθέτουμε ότι πρόκειται για το πτώμα του τύπου που το πέταξε ο ίδιος στο ποτάμι, γιατί κατόπιν φαίνεται ότι πείστηκε ότι ό ίδιος είναι ο δολοφόνος. Λαμβάνει ένα γράμμα με την ταυτότητα του τύπου που υποτίθεται ότι σκότωσε και πέταξε στο ποτάμι, ενώ ψάχοντας τους δίσκους του βρίσκει και τη φωτογραφία τη στιγμή του εγκλήματος, που σημαίνει αυτομάτως ότι ο άγνωστος με τη μάσκα έχει πρόσβαση στο σπίτι του, χωρίς ωστόσο να φαίνεται πρόθεση εκβιασμού του Ρομπέρτο . Εκείνη τη στιγμή η καμαριέρα βλέπει την κίνησή του που κρατά την φωτογραφία και φαίνεται ότι παίζει κάποιο ύποπτο ρόλο. 

     Αφού ξυπνά από έναν εφιάλτη και η γυναίκα του κοιμάται δίπλα του, κατά κάποιον ανεξήγητο τρόπο ο άγνωστος με τη μάσκα βρίσκεται από πίσω του και σφίγγει μια θηλιά από το λαιμό του, λέγοντάς του ότι δε θα τον σκοτώσει ακόμα, αλλά θα περιμένει...  Υποθέτει κανείς ότι ο άγνωστος έχει αντικλείδι και πηγαινοέρχεται όποτε θέλει ή είναι ένας από μέσα από το σπίτι και ότι μισεί τον Ρομπέρτο παθολογικά, θέλοντας να τον αποτελειώσει αργά, βασανιστικά, σαδιστικά, ενσταλάζοντας μέσα του πρώτα τον τρόμο. 

     Η γυναίκα του φαίνεται ότι ξύπνησε και τελικά ο Ρομπέρτο της αποκαλύπτει ότι σκότωσε άνθρωπο, ενώ φαίνεται η καμαριέρα να κρυφακούει. Στην αρχή η γυναίκα του δε δείχνει να τον πιστεύει, καθώς η φωτογραφία του “φονικού”  έχει κάνει φτερά, μέχρι που ανακαλύπτει και αυτή  το πορτοφόλι του θύματος με τα αρχικά του ονοματεπώνυμού του στο κομοδίνο της. Αμέσως τον παρακαλά να φύγουν από αυτό το σπίτι. 

     Ακολούθως έχουμε την πληθωρική παρουσία του Μπαντ Σπένσερ που φαίνεται ότι είναι καλός και έμπιστος φίλος του Ρομπέρτο, χωρίς να καταλάβουμε όμως ποτέ για ποιο λόγο. Ο Ρομπέρτο του ομολογεί το “φόνο” που διέπραξε και ο Σπένσερ του προτείνει, πάλι χωρίς ίχνος λογικής, έναν περιθωριακό τύπο να παρακολουθεί έναντι αμοιβής το σπίτι του και έναν παρακμιακό, εκκεντρικό ντετέκτιβ. Θα μπορούσε να του προτείνει να αλλάξει κλειδαριές ή να βάλει συναγερμό ή να πάρει όπλο, αλλά κάτι τέτοιο φαντάζει πολύ λογικό για την ταινία αυτή… 

     H καμαριέρα φαίνεται να μιλά από τηλέφωνικό θάλαμο με τον άγνωστο με τη μάσκα, ζητώντας του χρήματα για να μην αποκαλύψει τα στοιχεία που βρήκε και ενοχοποιούν το Ρομπέρτο στην αστυνομία, κλείνει μάλιστα ραντεβού μαζί του σε ένα πάρκο. Κατόπιν ένα φλασμπακ του άγνωστου μας δείχνει σκηνές από ένα άσυλο ψυχασθενών, χωρίς να αποκαλυφθεί το πρόσωπό του και τη φωνή του πατέρα του να τον επιπλήττει για τη δειλία του. Στο μεταξύ, η καμαριέρα περιμένοντας στο ραντεβού κατά κάποιο μαγικό τρόπο καταφέρνει να μείνει εγκλωβισμένη, αφού αυτό κλείσει, ενώ μέσα σε ένα δευτερόλεπτο η μέρα γίνεται μαγικά πάλι νύχτα, για να γίνει προφανώς το έγκλημα, όπως και φυσικά (...) γίνεται, χωρίς όμως να δούμε το πώς.

     Την επομένη, σα να μη συμβαίνει τίποτε, η σύζυγος του Ρομπέρτο, που πριν από λίγο ήθελε να φύγουν από το σπίτι, φιλοξενεί την ξαδέλφη της, ενώ δέχεται ένα τηλέφωνο από την αστυνομία που την ενημερώνει για το φόνο της καμαριέρας και την καλεί την επομένη στον αστυνομικό σταθμό. Υποθέτουμε λογικά πως η αστυνομία βρήκε τη φωτογραφία που είχε η καμαριέρα μαζί της, αλλά είπαμε η λογική διαφεύγει από το σεναριογράφο… Ένα ακόμα γραπτό μήνυμα από τον άγνωστο κάνει τη σύζυγο του Ρομπέρτο πιο ανήσυχη από ποτέ και προτείνει ξανά στο Ρομπέρτο να φύγουν. 

     Στη συνέχεια, βλέπουμε και υποτίθεται ότι πρέπει να εκπλαγούμε, το “θύμα” του Ρομπέρτο ολοζώντανο να τρώει τη μακαρονάδα του σε εστιατόριο αμέριμνο. Εξεπλάγην, αλλά για άλλο λόγο. Πώς έγινε και η πτώση με το κεφάλι από τέτοιο ύψος να μην είχε αποτέλεσμα το θάνατο ή έστω το βαρύ τραυματισμό του τύπου, και έστω αν ήταν σκηνοθετημένη η πτώση και υπήρχε κάτω στρώμα με φελιζόλ ή κάτι παρόμοιο- κάτι που δε φαίνεται ούτε γίνεται ποτέ μνεία για κάτι τέτοιο - πώς ο Ρομπέρτο δεν αντελήφθη ότι μεταφέρει έναν ζωντανό, για να τον ρίξει στο ποτάμι και αν το έκανε, δε θα έπρεπε να σιγουρευτεί ότι τον είδε να βυθίζεται, πριν φύγει?  Συν τοις άλλοις, αν θυμηθούμε ότι ο Ρομπέρτο είχε διαβάσει στην εφημερίδα για άγνωστο πτώμα που ανασύρθηκε από το ποτάμι την επομένη μέρα του "εγκλήματός" του, πώς να συγχωρέσει κανείς στο σενάριο άλλη μία απλή (???) σύμπτωση, όπου βρέθηκε ένα άλλο πτώμα πνιγμένο στο ίδιο ποτάμι?

     Τέλος πάντων ο ζωντανός - νεκρός μιλά στο τηλέφωνο με τον άγνωστο προφανώς και του λέει ότι επειδή τώρα η υπόθεση έχει ξεφύγει με το φόνο (της καμαριέρας) , αλλάζουν οι όροι, θέλοντας να εκβιάσει χρήματα. Βρίσκονται στο σπίτι του (!!!), ενώ ξέρει ότι πρόκειται για αδίστακτο φονιά (!!!), και παρουσιάζεται κατά παράδοξο τρόπο να έχει στην κατοχή του το “φονικό” όπλο το οποίο ήταν τελικά ένα στιλέτο - παιχνίδι που έβγαζε κόκκινη μελάνη για αίμα. Ο “αναστάς Λάζαρος” ζητά τώρα παραπάνω λεφτά για όσα έκανε, δηλαδή για το σκηνικό όπου “δολοφονήθηκε”, για τις νυχτερινές επισκέψεις στο σπίτι του Ρομπέρτο και για το φόνο της γάτας του Ρομπέρτο και μοιραία δε θα διαφύγει το θάνατο αυτή τη φορά, θάνατος που θα έρθει μετά από μία καλή σκηνή φόνου.

     Ο γραφικός, καρτουνίστικος, περιθωριακός τύπος που παρακολουθεί το σπίτι του Ρομπέρτο λέει ότι είδε κάποιον να απαγάγει τη γάτα του, χωρίς να καταφέρει να τον διακρίνει, ενώ ο απαγωγέας του κατάφερε χτύπημα, που τον έκανε να χάσει τις αισθήσεις του. Ικανός λόγος απόλυσης, καθώς δε μπόρεσε να δει τον εισβολέα την ώρα που μπήκε στο σπίτι, απόλυση όμως που ανεξήγητα ποτέ δε συμβαίνει. 

     Απειλητικά μηνύματα εν τω μεταξύ βρίσκονται πλέον και στο αυτοκίνητο του Ρομπέρτο, ο οποίος επιτέλους προσφεύγει στον ιδιωτικό ντετέκτιβ που του πρότεινε ο Μπαντ Σπένσερ, αλλά εκείνος αποδεικνύεται ότι είναι ένας αποτυχημένος στο επάγγελμά του, πράγμα που δεν το κρύβει, καθώς και ομοφυλόφιλος, κάτι που επίσης δεν το κρύβει από τον εντολέα του. Παρόλη την έλλειψη επαγγελματικών εχέγγυων, ο Ρομπέρτο τον εμπιστεύεται, άγνωστο γιατί, υποψιάζομαι ότι ο χαρακτήρας του είχε σκοπό να προσδώσει λίγο χιούμορ με τις χαριτωμένες - πλην υπερβολικές - κινήσεις του ως καρικατούρα γκέυ, κάτι που δεν καταφέρνει σε καμία περίπτωση...

     Η σύζυγος του Ρομπέρτο αφού έχει δει τις φωτογραφίες της νεκρής καμαριέρας αποφασίζει να φύγει από το σπίτι, αφήνοντας τον με την ξαδέλφη της. ‘Έτσι δίνεται η ευκαιρία για αυτό το απίστευτο σενάριο να γίνει ακόμα πιο απίστευτο με ένα ξαφνικό ειδύλλιο από το τίποτε μεταξύ Ρομπέρτο και ξαδέλφης, ίσως έτσι απλά για να τιμήσει η ταινία το είδος του “giallo” με - έστω λίγη  είναι η αλήθεια - έκθεση γυναικείας σάρκας. 

     Ο ντετέκτιβ στην έρευνά του καταλήγει σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα, όπου ο άγνωστος ύποπτος που μελετά, ήταν τρόφιμος για τρία χρόνια διαγνωσθείς με μανία φόνου (???), μέχρι το θάνατο του πατέρα του - ο οποίος πιθανόν δεν ήταν πατέρας του (???) - οπότε και αφέθηκε ελεύθερος στην κοινωνία, αφού κρίθηκε ότι θεραπεύτηκε. 

     Ένα ακόμα απίστευτο συμβαίνει, ο άγνωστος αναγνωρίζει κατά ένα μαγικό τρόπο, χωρίς να τον έχει δει ποτέ του, το ντετέκτιβ, ο οποίος εντόπισε τα ίχνη του και ετοιμάζει μία θανατηφόρα ένεση για αυτόν - φαίνεται ότι έχει μεγάλη γκάμα μεθόδων δολοφονίας, για να επιλέξει. Ο ντετέκτιβ μοιραία βρίσκει το θάνατο και ο Ρομπέρτο το πληροφορείται από τις εφημερίδες που γράφουν ότι η αστυνομία ψάχνει στους κύκλους των ομοφυλοφίλων το δράστη... Ίσως αν έψαχνε τις υποθέσεις που ο δολοφονημένος είχε αναλάβει, το σημειωματάριό του, τις φωτογραφίες που του είχε δώσει ο Ρομπέρτο, αλλά είπαμε, στην ταινία αυτή τίποτε δεν είναι ούτε καν φαίνεται λογικό.

     Η ξαδέλφη την ώρα που ετοιμάζεται να φύγει από το σπίτι του σκοτώνεται με μαχαίρι, άγνωστο όμως θα παραμείνει για ποιο λόγο… 

     Το αποκορύφωμα του παράλογου και του γελοίου είναι η μέθοδος που θα εφαρμόσει η Αστυνομία για να αποκαλύψει το δολοφόνο, παίρνοντας το μάτι της νεκρής και κατά ένα μαγικό (για μία ακόμα φορά) τρόπο καταφέρνει να δει την τελευταία εικόνα που είδε το μάτι:  τέσσερις μύγες (!!!). 

     O καλός - πλην ρακένδυτος - φίλος του Ρομπέρτο που υποδύεται ο Μπαντ Σπένσερ και έχει λύσεις για όλα, του δίνει  επιτέλους ένα πιστόλι για να φυλαχθεί. Ο Ρομπέρτο κρατά σκοπιά περιμένοντας με το πιστόλι να έρθει ο δολοφόνος, ώσπου επιτέλους προβάλλει η επί μέρες απούσα σύζυγος νυχτιάτικα, σα να μη συμβαίνει τίποτε, ο Ρομπέρτο πάει να τη διώξει γιατί περιμένει από στιγμή σε στιγμή το δολοφόνο (???), ώσπου βλέπει το μενταγιόν της να κουνιέται και να δίνει την οπτική εντύπωση μυγών… Εκεί καταλαβαίνει ότι η σύζυγός είναι ο άγνωστος δολοφόνος, της ρίχνει ξεγυρισμένα χαστούκια, αλλά αυτή καταφέρνει να πιάσει το πιστόλι και να ξεφουρνίσει πυροβολώντας τον, το γιατί το κάνει... Γιατί μοιάζει με τον πατέρα της (?!@#)... Ο πατέρας της - που είπαμε πιθανόν να μην ήταν πατέρας της - την έδερνε, γιατί δεν ήθελε κορίτσι. Εκεί αρχίζει να μιλά Ιταλικά για κάποιο ακατανόητο λόγο... Η μητέρα της πέθανε σε άσυλο και ο πατέρας της την έβαλε και αυτή σε άσυλο. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία (για αγρίους)...      Δεκάδες τα αναπάντητα ερωτήματα, αλλά θα περιοριστώ στο εξής: Γιατί η σύζυγος του Ρομπέρτο επέμενε να φύγουν από το σπίτι εξαρχής? 

     Η προσεγμένη τελική σκηνή του αποκεφαλισμού της φυγάδος παράφρονος εγκληματία σε αυτοκινητιστικό ατύχημα, δεν αρκεί για να δικαιολογήσει το λόγο που γυρίστηκε αυτή η ταινία, αλλά αν αναλογιστεί κανείς το ότι φιγουράρει - κατά περίεργο τρόπο -  σε λίστες με τα κορυφαία giallo, μπορεί να βγάλει ασφαλή συμπεράσματα για την κριτική ικανότητα των οπαδών του είδους και του κινηματογραφικού κοινού γενικά.  Γνωρίζοντας τις γενικές αδυναμίες και υπερβολές στο είδος αυτό, κατά τη γνώμη μου, η συγκεκριμένη ταινία δεν έχει να επιδείξει παρά ΜΟΝΟ αδυναμίες και υπερβολές, οι οποίες μαζί με τα τεράστια σεναριακά κενά, τις σκηνοθετικές αβλεψίες και την ανύπαρκτη σκιαγράφηση των χαρακτήρων, δοκιμάζουν τις αντοχές της λογικής και της υπομονής του υποψιασμένου θεατή. 


Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018


“John og Irene" (“John and Irene”) (Asbjørn Andersen) (1949)

     Πρόκειται για ένα εξαιρετικό, στιβαρό δανέζικο νουάρ, που εστιάζει περισσότερο στη σχέση ενός νεαρού ζευγαριού, που προσπαθεί να βγάλει τον επιούσιο, χορεύοντας ντουέτο σε νυχτερινά κέντρα διασκέδασης, οργώνοντας τη Σκανδιναβία για να κλείσει δουλειές συνήθως για λίγες μόνο μέρες. 
     Η ταινία ξεκινά με τον Τζων να μπαίνει στο αστυνομικό τμήμα και να αφηγείται την υπόθεσή του στις αρχές... Η σχέση του με την Ιρένε, που ήταν γέννημα παθιασμένου έρωτα, περνά κρίση, τουλάχιστον από την πλευρά της Irene, η οποία κουρασμένη από το κυνήγι του μεροκάματου αρχίζει να αμφιβάλλει για το ταλέντο τους, για την αγάπη τους. 
     Ο ρομαντικός και υπομονετικός Τζων από την πλευρά του, δεν επιτρέπει στη μιζέρια να τον κυριεύσει, νιώθει ερωτευμένος όπως στην αρχή της σχέσης τους και εξακολουθεί να πιστεύει στις ικανότητές τους στο χορό και σε ένα καλύτερο μέλλον. 
     Όταν η Ιρένε του ανακοινώνει πως είναι έγκυος και ότι δε σκοπεύει να κρατήσει το παιδί, επειδή τα οικονομικά τους δεν επιτρέπουν κάτι τέτοιο, ο John, που θέλει οπωσδήποτε να κρατήσουν το παιδί, αφού χτυπά μάταια πόρτες για δανεικά, αποφασίζει να κάνει κάτι το επικίνδυνο για να προλάβει το τελεσίγραφο που του θέτει η Ιρένε. 
    Η ενέργειά του αυτή όμως θα τον αναγκάσει να πει ψέματα για πρώτη φορά στην καλή του, θα τον φέρει αντιμέτωπο με δυσβάστακτες τύψεις συνείδησης, αλλά και θα πυροδοτήσει μία αναπάντεχη τραγική αντίδραση από την πλευρά της. 
      Άψογη είναι η σκηνοθεσία, με αρκετά πλάνα από πόλεις της Σκανδιναβίας της εποχής, παρότι πρόκειται για παραγωγή με πενιχρά οικονομικά μέσα. Η πολύ καλή χημεία ανάμεσα στο πρωταγωνιστικό δίδυμο, η ωραία φωτογραφία και η συγκινητική υπόσχεση του τέλους συντείνουν στο αξιοθέατο της ταινίας. 
   Ένα απόσπασμα από το διάλογο του τέλους είναι χαρακτηριστικό: “ – (Ιρένε) Ό,τι κάναμε είναι τρομερό. Τρομερό. – (Τζων) Ναι, πώς έγινε? Κανένας μας δεν είναι κακός. Δεν είμαστε εγκληματίες. Δε θέλουμε να είμαστε. – (Ιρένε) Αγαπιόμαστε. – (Τζων) Ναι, αγαπιόμαστε. Είναι δικό μου λάθος. Είναι δικό μου λάθος. – (Ιρένε) Όχι, δεν είναι δικό σου λάθος. Ούτε είναι λάθος μου. Ήσουν πολύ αδύναμος για να με αντιμετωπίσεις. Και εγώ ήμουν πάρα πολύ σκληρή μαζί σου. Οι άνθρωποι δεν πρέπει να φέρονται ο ένας στον άλλο έτσι. Πρέπει να είναι καλοί και στα μικρά και στα μεγάλα ζητήματα. Διαφορετικά τα πράγματα πάνε στραβά. Διαφορετικά ανοίγουμε την πόρτα σε κάτι που ζει βαθιά μέσα σε όλους μας. Ναι, μπορεί να βρεθεί μέσα σε όλους μας. Μπορείς να με συγχωρήσεις Τζων? – (Τζων) Όχι, εσύ πρέπει να με συγχωρήσεις...»

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2018

"Τhe human condition" (Masaki Kobayashi) (1959-1961)


     Τριλογία βασισμένη στο εξάτομο μυθιστόρημα του Junpei Gomikawa, είναι η καλύτερη ταινία του master Κομπαγιάσι και πιθανότατα η καλύτερη αντιπολεμική ταινία όλων των εποχών. 
     Επικών διαστάσεων τα αριστοτεχνικά wide screen format πλάνα αλλά και η διάρκεια (9 ώρες και 47 λεπτά), εξαιρετική φωτογραφία, μεστή μουσική επένδυση, λαμπρές ερμηνείες όλου του καστ. 
     Η ταινία στηριγμένη πάνω στην ερμηνευτική δεινότητα του χαμαιλέοντα Tatsuya Nakadai, ο οποίος αναδεικνύεται σε σύμβολο ιδεαλισμού, περιγράφει την οδύσσεια ενός ειρηνιστή - σοσιαλιστή Ιάπωνα και τη σταδιακή μεταμόρφωσή του μέσα στη δίνη του Β΄παγκόσμιου πολέμου. Στο πλούσιο σε εμπειρίες και απρόοπτα οδοιπορικό του θα δοκιμαστεί η πίστη του στα ιδανικά του και στην ίδια την ανθρώπινη φύση. 
     Για μένα μία ταινία που δεν πραγματεύεται τίποτε λιγότερο από αυτό που περιγράφει ο αγγλικός τίτλος της, την ανθρώπινη κατάσταση μέσα στον παραλογισμό του πολέμου και αυτό το κάνει με τη μεγαλύτερη ενάργεια.

Nightfall (1957) (Jacques Tourneur)


     Χωρίς να φτάνει σε καμία περίπτωση το κορυφαίο του "Out of the past", o Tourneur, χτίζει ένα αρκετά πειστικό - παρά τις υπερβολές του και το χαμηλό μπάτζετ του - όψιμο νουάρ.    
       Καλύτερη όλων η γήινη ερμηνεία του Ρέυ, η Μπάνκροφτ λαμπερή δίπλα του, αν και η χημεία τους δεν είναι η καλύτερη δυνατή και ίσως συντελεί σ' αυτό και το ότι ο χαρακτήρας της δεν αναλύεται σε βάθος. Κορυφαία η φωτογραφία, το δίδυμο των κακών αξιομνημόνευτο, όσο και η τελική σκηνή.

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2018


“Belarmino” (Fernando Lopes) (1964)

        Με εμφανείς nouvelle vague επιρροές αυτό το ορόσημο για το πορτογαλικό σινεμά docufiction εστιάζει σε έναν Πορτογάλο βετεράνο μποξέρ ελαφρών βαρών, ο οποίος διετέλεσε πρωταθλητής στη χώρα του και είναι στα πρόθυρα να τερματίσει την καριέρα του, ενώ εδώ και καιρό οι ήττες του είναι πιο συχνές από τις νίκες. 
     Σιγά – σιγά γνωρίζουμε αυτόν τον Belarmino, με το τετράγωνο σαγόνι που μαρτυρά πολλά, να διηγείται πώς ξεκίνησε από λουστράκος και ασχολήθηκε με την πυγμαχία, πώς κατάφερε να βγει από την αφάνεια, αλλά στην πορεία λόγω άστατου και απειθάρχητου χαρακτήρα κατά κάποιους, εξαιτίας της απληστίας των μάνατζερς που εκμεταλλεύτηκαν την αγραμματοσύνη του και την αφέλειά του κατ’ αυτόν, σίγουρα όμως λόγω της χαμηλής δημοτικότητας του αθλήματος στη χώρα του, αναγκάστηκε να βγάζει τα προς το ζην για να ζησει τη γυναίκα και τη μικρή του κόρη, κάνοντας κάθε είδους δουλειές, από το να χρωματίζει φωτογραφίες ως το να κάνει το μπράβο. 
   Στις ερωτήσεις που του κάνουν παρουσιάζει εξιδανικευμένα τον εαυτό του ως έναν τύπο που ούτε ξενυχτά ούτε πίνει ούτε κυνηγά εξωσυζυγικές περιπέτειες, όπως οι κακές γλώσσες του καταλογίζουν. Οι φήμες αυτές ωστόσο αποδεικνύεται ότι ισχύουν, αν βέβαια πιστέψουμε τα πλάνα του σκηνοθέτη που τον "πιάνουν" να κάνει κόρτε σε γυναίκες στο δρόμο και να τα πίνει και να χορεύει σε κακόφημα μπαρ. 
      Και εδώ γεννάται το ερώτημα είναι ο πραγματικός Bellarmino, αυτός που ο σκηνοθέτης παρουσιάζει, ένας πυγμάχος που θα μπορούσε να είναι μεγάλος αν έβγαινε από τη χώρα του και ήταν πιο πειθαρχημένος? Σίγουρα μόνο ο ίδιος ο Bellarmino γνωρίζει , όπως γνωρίζει και το λόγο που πρωταγωνίστησε στην παραγωγη αυτή. 
         Στο τέλος ο πρώην πρωταθλητής μιλά για τα όνειρά του να φύγει στο εξωτερικό, για να δουλέψει σαν προπονητής πυγμαχίας. Πολύ καλή μουσική, ωραία φωτογραφία, άψογη σκηνοθεσία σε μία ταινία που παρουσιάζει το χώρο της πυγμαχίας όπως αυτός πραγματικά είναι, ιδίως όταν το καμπανάκι του ρινγκ χτυπήσει για τελευταία φορά και τα φώτα της δόξας σβήσουν...

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2018

Documenteur" (Agnes Varda) (1981)
   “Το να χωρίζεις από έναν άντρα σημαίνει να είσαι εξόριστη ανάμεσα σε όλους τους άντρες” λέει, προλογίζοντας την ταινία η Delphine Seyrig, ενώ ο φακός της Varda αναζητά ανάμεσα στον κόσμο διαφόρων φυλών και εθνικοτήτων που ψαρεύει και χαζεύει στη γκρίζα αποβάθρα της Venice την πρωταγωνίστρια με το γιο της. 
  H Έμιλυ είναι μία Γαλλίδα που δουλεύει ως δακτυλογράφος για μία σκηνοθέτη τον καιρό της απουσίας της και προσπαθεί να εγκλιματιστεί στην Καλιφόρνια με το γιο της, ενώ ταυτόχρονα πασχίζει να ξεπεράσει τον πρόσφατο χωρισμό της, που είναι φανερό ότι της κόστισε ψυχικά. 
   Η μητέρα θα προσπαθήσει σκληρά να απογαλακτίσει το γιο της και να τον κάνει να σταθεί στα πόδια του, ενώ ο πόνος της έλλειψης που βιώνει στο τέλος ίσως δεν τη λυγίσει καθώς θα αντλήσει δύναμη από το μητρικό της ένστικτο, πηγαίνοντας να χορέψει με το γιο της πόλκα, κάτι που συνηθίζουν να κάνουν όταν η θλίψη τους χτυπά την πορτα! 
 Αυτή η απλή ιστορία με την ευαίσθητη ματιά της σκηνοθέτριας απογειώνεται και μετουσιώνεται σε μία λεπτομερή ανατομία της γυναικείας φύσης, ενώ συντείνει σ’ αυτό ο σκηνοθετικός τρόπος και η τεχνική που πετυχαίνουν να συνδυάσουν τον εσωτερικό μονόλογο της πρωταγωνίστριας με τις κατάλληλες εικόνες. 
 Παράλληλα απεικονίζονται και ντοκουμαντερίστικα στιγμιότυπα από τα πρόσωπα μεταναστών, που ψάχνουν μία καλύτερη τύχη, αλλά φαίνεται δύσκολο να τη βρουν στις Η.Π.Α. Βέβαια, ο απομυθοποιητικός τίτλος της ταινίας «Docu – menteur (ψεύτης) έχει να κάνει με τις αμφιβολίες της σκηνοθέτριας για την πιστότητα του μέσου της τέχνης της, ενώ και η Έμιλυ αναρωτιεται αν η ζωή μιμείται την τέχνη ή η τέχνη τη ζωή. 
 Ερμηνείες εκπληκτικά φυσικές και αβίαστες από το πρωταγωνιστικό δίδυμο που έχει άψογη χημεία, αφενός από τη Sabine Mamou, που με τα εκφραστικά της μάτια συγκινεί, ενώ στο ρόλο του γιου παίζει αριστουργηματικά ο πραγματικός γιος της Varda προσφέροντας γοητευτικά και ιδιόρρυθμα ώριμες μέσα στην παιδικότητά τους ατάκες. 
   Η πολύ προσωπική αυτή ταινία της Varda συνιστά ένα μικρό κόσμημα, όπου η εναλλαγή σιωπής και λέξεων σε απόλυτο συνταίριασμα με τη δύναμη της εικόνας συνθέτουν τον καμβά μίας ιστορίας που κατακλύζει την ψυχή του θεατή με συναισθήματα - η φράση «an emotion picture” δε συνοδεύει τυχαία τον τίτλο της ταινίας…